ἀναχαιτίσει

ἀναχαιτίσει
ἀναχαίτισις
restraint
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναχαιτίσεϊ , ἀναχαίτισις
restraint
fem dat sg (epic)
ἀναχαίτισις
restraint
fem dat sg (attic ionic)
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
fut ind mid 2nd sg
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
fut ind act 3rd sg
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
fut ind mid 2nd sg
ἀναχαιτίζω
throw the mane back
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αντιπληθωρικός — ή, ό (για μέτρα, πολιτική κ.λπ.) αυτός που αποβλέπει στο να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, την πληθωρική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • δοντάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βάθης. Διέθεσε σημαντικά χρηματικά ποσά για τον Αγώνα. 2. Θεόδωρος. Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα. 3. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Κατά την περίοδο 1821 22 πήρε μέρος στις… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • μοιροκρατία — η (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία όλα στον κόσμο συντελούνται κατά αναπόδραστη αναγκαιότητα, ως προκαθορισμένα από μια υπερβατική δύναμη, τη Μοίρα, που κυριαρχεί στα πάντα και τής οποίας τα σχέδια και τις αποφάσεις καμιά δύναμη δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”